намутить - ορισμός. Τι είναι το намутить
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι намутить - ορισμός


намутить      
сов. перех. и неперех.
1) Поднять муть; сделать мутным.
2) перен. разг.-сниж. Вызвать сумятицу, путаницу; замутить.
НАМУТИТЬ      
1. поднять муть.
Н. в колодце.
2. (разг.) произвести где-нибудь переполох, сумятицу, беспокойство.
Н. ложными слухами.
намутить      
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για намутить
1. Если нет дозы и денег -надо что-то украсть, продать, "намутить", одним словом, чтобы "раскумариться". И так день за днем.
2. - Есть, наверное, отдельные силы, которые хотели бы воду намутить и из этой воды какую-нибудь рыбку выловить". Однако основным мировым силам это не нужно, да и нет больше того идеологического раскола в мире, которым он жил в прошлом веке.
Τι είναι намутить - ορισμός